Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2017

Καλιαρντά Παραδείγματα

  • Αβέλω - θέλω, δίνω, επιθυμώ
  • Άβελε αποκατέ - έλα εδώ
  • Αβέλω αχαλιά - κάνω δίαιτα
  • Αβέλω κοντροσόλ - φιλώ
  • Αβέλω νάψες - μιλώ
  • Αβέλω ροντοσόλ - φιλώ
  • Αβέλω τούφες - πλαγιάζω, κοιμάμαι
  • Αβέλω μπιεσμάν - βάζω χέρι σε κάποιον
  • Αβέλει το μουτζό της - Είναι αδιάθετη (μέρες του κύκλου)
  • Αποκατέ - από εκεί
  • Ατζινάβωτος - απονήρευτος
  • Βακουλή - εκλησία
  • Βουέλω τζα - φεύγω, διώχνω
  • Βουτρά - βυζιά
  • γαργαρότεκνο - ναύτης
  • Γκουνιότα - λεσβία
  • Γκούρμπαντος - γοητευτικός άντρας
  • Γουγούμης - σκύλος
  • Δικέλω - βλέπω
  • Επιτάφος - gay συνοδευόμενος από καλοντυμένα τεκνά
  • Ηράκλω - γυναικάρα
  • Θεά - εύγευστη τροφή
  • Θεόλατσος - ωραιότατος
  • Θεοκάλιαντος - ασχημότατος
  • Ισάντες - Εσείς
  • Ιμάντες - εμείς. (Άκλιτη αντωνυμία. Ενικός: εμάντες)
  • Καγκελοκερικεντέ - αναπτήρας
  • Κάδροω - άσχημη
  • Καλιαρντός - άσχημος, κακός
  • Καπί - κουτάλι
  • Καραμουτζού - πόρνη
  • Καλιάρντω - πολύ άσχημη
  • Κατσικές - αριστερός. (Αντίθετο: προβατές = δεξιός)
  • Κέντα - φωτιά
  • Κουελοσφαλάω - ξαπλώνω, πλαγιάζω, κοιμάμαι
  • Κουλό - σικάτο
  • Κοντροσολάρω - φιλώ
  • Κουραβάλω - συνουσιάζομαι ενεργητικά. (Συνώνυμα: κουραβελτόσημο)
  • Κουραβέλτα - συνουσία
  • Λάγκα - νερό
  • Λατσαβέλω - καλωσορίζω
  • Λατσός - ωραίος καλός
  • Λατσολίθαρο - διαμάντι
  • Λούγκρα - πολύ κακία
  • Λούμπα - ομοφυλόφιλος
  • Λυσσαγμάν - σκύλος
  • Μαντάμ γκου - Λέσβια
  • Μη μπενά - μη μιλάς
  • Μολ - νερό υγρό
  • Μουσαντό - ψέμα
  • Μούτζα - γυναίκα
  • Μουτζό - αιδοίο
  • Μπαρό - αρρώστια
  • Μπάρα - μεγάλο πέος
  • Μπαροτάτη - πολύ χοντρή
  • Μπενάβω - μιλώ
  • Μπενάβω ανθυγιεινά - κακολογώ
  • Μπερντές - χρήματα. (Συνώνυμο: ντουλά)
  • Μπουάβω - μιλώ
  • Με-σικ - με ευγένεια, κομψά. (Προφέρεται σαν μία λέξη)
  • Νάκα - όχι, δεν
  • Νισετέ - ρούχο ένδυμα
  • Νταλκαρέτεκνο - μόνιμος εραστής
  • Ντέζι - πόθος, επιθυμία
  • Ντίκος - να, ιδού, κοίτα
  • Ντουλά - Το χρήμα, τα λεφτά
  • Ντουπ - δαρμός, ξυλοφόρτωμα
  • Κουλό - παράξενο, περίεργο
  • Πισέλω - ξαπλώνω πλαγιάζω κοιμάμαι
  • Πούλη - πρωκτός
  • Πομπίνο-φραπέ - αιδοιολειχία (από το γαλλικό pon-pon και το frapper)
  • Προβατές = δεξιός
  • Ροσολιμαντέ - γλύψιμο (από το ροσόλω), άκλιτο
  • Σαρμέλλα - πέος
  • Σερμέλα - πέος. (Συνώνυμα: φακιροπίπιζα, τουτού)
  • Σιβιτζιλού - λεσβία
  • Σιβίτζω - λεσβία
  • Σιδεροπυρούω - αναπτήρας
  • Σολντά - στρατιώτης
  • Σουκρο - ζάχαρη γλυκό
  • Σουσέλ - πεολειχία
  • Τανάκα - χωρίς, άνευ, μη!
  • Τζασλός - τρελός, παλαβός
  • Τζάσε - φύγε
  • Τζάζω - διώχνω, φεύγω, πετώ
  • Τζάω - καταλαβαίνω πονηρεύομαι
  • Τζιβιτζιλού - λεσβία
  • Τζινάβω - φύγε
  • Τζους - χωρίς, άνευ
  • Τζουσ - πλύσιμο
  • Τζούσ-λέσι - αυτοκίνητο
  • Τζούς καλιαρντό γκουγκού - φύγε κακό φάντασμα !
  • Τουρκόζουμο - καφές
  • Τιντέλης - φαγητά
  • Τρόκι - σκύλος
  • Τσόλι - αρσενική πόρνη
  • Υψομετρού - επαρχιώτης gay. (Συνώνυμα: βλαχοντάνα, γιδοτεκνοσυντήρητη)
  • Φακιροπίπιζα - πέος
  • Φίφα - μικρό πέος
  • Φλοκάρω - εκσπερματώνω
  • Φλόκια ρομανόφ - ρώσικη σαλάτα
  • Χαλέματα - τρώω
  • Χαλώ - φωτιά
  • Χορχόρα - φωτιά
  • Χορχοροτεκνό - πυροσβέστης
  • Ψαμοσκελού - καυλιάρα (από το ψαμός = ξαναμένος + σκέλη)
  • Τζούς καλιαρντό γκουγκού - φύγε κακό φάντασμα ! ΝΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου