- Αβέλω - θέλω, δίνω, επιθυμώ
- Άβελε αποκατέ - έλα εδώ
- Αβέλω αχαλιά - κάνω δίαιτα
- Αβέλω κοντροσόλ - φιλώ
- Αβέλω νάψες - μιλώ
- Αβέλω ροντοσόλ - φιλώ
- Αβέλω τούφες - πλαγιάζω, κοιμάμαι
- Αβέλω μπιεσμάν - βάζω χέρι σε κάποιον
- Αβέλει το μουτζό της - Είναι αδιάθετη (μέρες του κύκλου)
- Αποκατέ - από εκεί
- Ατζινάβωτος - απονήρευτος
- Βακουλή - εκλησία
- Βουέλω τζα - φεύγω, διώχνω
- Βουτρά - βυζιά
- γαργαρότεκνο - ναύτης
- Γκουνιότα - λεσβία
- Γκούρμπαντος - γοητευτικός άντρας
- Γουγούμης - σκύλος
- Δικέλω - βλέπω
- Επιτάφος - gay συνοδευόμενος από καλοντυμένα τεκνά
- Ηράκλω - γυναικάρα
- Θεά - εύγευστη τροφή
- Θεόλατσος - ωραιότατος
- Θεοκάλιαντος - ασχημότατος
- Ισάντες - Εσείς
- Ιμάντες - εμείς. (Άκλιτη αντωνυμία. Ενικός: εμάντες)
- Καγκελοκερικεντέ - αναπτήρας
- Κάδροω - άσχημη
- Καλιαρντός - άσχημος, κακός
- Καπί - κουτάλι
- Καραμουτζού - πόρνη
- Καλιάρντω - πολύ άσχημη
- Κατσικές - αριστερός. (Αντίθετο: προβατές = δεξιός)
- Κέντα - φωτιά
- Κουελοσφαλάω - ξαπλώνω, πλαγιάζω, κοιμάμαι
- Κουλό - σικάτο
- Κοντροσολάρω - φιλώ
- Κουραβάλω - συνουσιάζομαι ενεργητικά. (Συνώνυμα: κουραβελτόσημο)
- Κουραβέλτα - συνουσία
- Λάγκα - νερό
- Λατσαβέλω - καλωσορίζω
- Λατσός - ωραίος καλός
- Λατσολίθαρο - διαμάντι
- Λούγκρα - πολύ κακία
- Λούμπα - ομοφυλόφιλος
- Λυσσαγμάν - σκύλος
- Μαντάμ γκου - Λέσβια
- Μη μπενά - μη μιλάς
- Μολ - νερό υγρό
- Μουσαντό - ψέμα
- Μούτζα - γυναίκα
- Μουτζό - αιδοίο
- Μπαρό - αρρώστια
- Μπάρα - μεγάλο πέος
- Μπαροτάτη - πολύ χοντρή
- Μπενάβω - μιλώ
- Μπενάβω ανθυγιεινά - κακολογώ
- Μπερντές - χρήματα. (Συνώνυμο: ντουλά)
- Μπουάβω - μιλώ
- Με-σικ - με ευγένεια, κομψά. (Προφέρεται σαν μία λέξη)
- Νάκα - όχι, δεν
- Νισετέ - ρούχο ένδυμα
- Νταλκαρέτεκνο - μόνιμος εραστής
- Ντέζι - πόθος, επιθυμία
- Ντίκος - να, ιδού, κοίτα
- Ντουλά - Το χρήμα, τα λεφτά
- Ντουπ - δαρμός, ξυλοφόρτωμα
- Κουλό - παράξενο, περίεργο
- Πισέλω - ξαπλώνω πλαγιάζω κοιμάμαι
- Πούλη - πρωκτός
- Πομπίνο-φραπέ - αιδοιολειχία (από το γαλλικό pon-pon και το frapper)
- Προβατές = δεξιός
- Ροσολιμαντέ - γλύψιμο (από το ροσόλω), άκλιτο
- Σαρμέλλα - πέος
- Σερμέλα - πέος. (Συνώνυμα: φακιροπίπιζα, τουτού)
- Σιβιτζιλού - λεσβία
- Σιβίτζω - λεσβία
- Σιδεροπυρούω - αναπτήρας
- Σολντά - στρατιώτης
- Σουκρο - ζάχαρη γλυκό
- Σουσέλ - πεολειχία
- Τανάκα - χωρίς, άνευ, μη!
- Τζασλός - τρελός, παλαβός
- Τζάσε - φύγε
- Τζάζω - διώχνω, φεύγω, πετώ
- Τζάω - καταλαβαίνω πονηρεύομαι
- Τζιβιτζιλού - λεσβία
- Τζινάβω - φύγε
- Τζους - χωρίς, άνευ
- Τζουσ - πλύσιμο
- Τζούσ-λέσι - αυτοκίνητο
- Τζούς καλιαρντό γκουγκού - φύγε κακό φάντασμα !
- Τουρκόζουμο - καφές
- Τιντέλης - φαγητά
- Τρόκι - σκύλος
- Τσόλι - αρσενική πόρνη
- Υψομετρού - επαρχιώτης gay. (Συνώνυμα: βλαχοντάνα, γιδοτεκνοσυντήρητη)
- Φακιροπίπιζα - πέος
- Φίφα - μικρό πέος
- Φλοκάρω - εκσπερματώνω
- Φλόκια ρομανόφ - ρώσικη σαλάτα
- Χαλέματα - τρώω
- Χαλώ - φωτιά
- Χορχόρα - φωτιά
- Χορχοροτεκνό - πυροσβέστης
- Ψαμοσκελού - καυλιάρα (από το ψαμός = ξαναμένος + σκέλη)
- Τζούς καλιαρντό γκουγκού - φύγε κακό φάντασμα ! ΝΙΑ
Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2017
Καλιαρντά Παραδείγματα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου