Μπενάβω Καλιαρντά
Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2017
Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2017
«Όταν η Τζίνα μπεν στην άλλη μούτζα, τζίναψες η νάκατις;». Η Μαρία Περδικέα αποκαλύπτει τη μυστική γλώσσα των socialites.
Είναι στιγμές που χαίρομαι που υπάρχει η αγαπημένη καλιαρντή διάλεκτος και μπορούμε να συνεννοούμαστε τέλεια οι φίλες μεταξύ μας και να μην καταλαβαίνει κανείς τίποτα. Γιατί αλλιώς είναι να μιλάς συνθηματικά με κάποιον και αλλιώς να έχεις λέξεις-κλειδιά και να μιλάς χωρίς φόβο και πάθος. Η κοινωνικότητά σου παραμένει στα ύψη, τα έχεις καλά με όλους αλλά ταυτόχρονα τους περνάς γενεές δεκατέσσερις και αυτοί σε κοιτάνε χαμογελώντας και αναρωτιούνται «μα τι λένε επιτέλους τα κορίτσια»;
Έρχονται δύο καινούριες γυναίκες στην παρέα που είναι φίλες του κολλητού του γκόμενού σου. Λες στην κολλητή σου: «Ντικ τις μούτζες με τα εξτέ, πώς δικέλουν το δικό μου, αν τολμήσει να του μπενάψι τίποτα θα μουτζοπιαστούμε».
Είσαι με τους φίλους και τον γκόμενό σου και έρχεται ένας καινούριος και πολύ ωραίος στην παρέα. Γυρνάς στην κολλητή σου και λες «Ντικ μωρή, τη λάτσα, πόσο θεά, πόσο τζιναβοτί και δικέλι άφθονα».
Οι άγνωστες λέξεις προφανώς είναι αρκετές ωστόσο θα σας αποκαλύψω αυτές τις λίγες που είναι όμως τα βασικά ρήματα για να ξεκινήσει ένας αρχάριος τα καλιαρντά:
Δικέλω = βλέπω
Ντικ = κοίτα
Νάκα = τίποτα
Μπερντέ = χρήματα
Μούτζα = η γυναίκα
Λάτσα = ωραίος γκόμενος
Τζινάβω = καταλαβαίνω
Μπενάβω = μιλάω
Άφθονα = στην υπερβολή του
Μουτζοπιάνομαι = τσακώνομαι με γυναίκα
Όπως καταλαβαίνετε δεν μπορούμε να αποκαλύψουμε τίποτα περισσότερο, καθώς οι καλά γνωρίζοντες καλιαρντά θα μας σταυρώσουν που αποκαλύπτουμε τη μυστική διάλεκτο που τους κάνει τη ζωή πιο εύκολη.
yupiii.grΜπενάβετε Καλιαρντά; του Τίμου Αγγέλου
Αν ακούγατε τη φράση «αβέλω τη σερμέλα του σεβντοκατέ»*, που θα πήγαινε το μυαλό σας; Ελάτε να δούμε από κοντά τα καλιαρντά, την ιδιότυπη διάλεκτο των gay στην Ελλάδα.(* θέλω το πέος του λαϊκού τραγουδιστή)

Τα media, το θέατρο, οι άνθρωποι γύρω μας μιλούν και καλιαρντά. Ακόμα κι όταν αγνοούν την περιπέτεια και την ακριβή σημασία των λέξεων που χρησιμοποιούν. Στους «Στάβλους της Εριέτας Ζαΐμη»· στη «Θεά τον έκανες τον μουσακά» του Νίκου Μουρατίδη· στις στήλες των περιοδικών lifestyle και των κουτσομπολίστικων tabloid, ακόμα και στις εκφράσεις των μεσημεριανών πανελιστών. Τα καλιαρντά έχουν τρυπώσει από όλες τις ραφές στο κοστούμι της καθομιλουμένης γλώσσας.
Ποια είναι όμως η ιστορία αυτής της «διαλέκτου που μετέτρεψε την τάξη των κίναιδων σε ερμητική κάστα»; Ο Ηλίας Πετρόπουλος ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε με τα καλιαρντά. Πρωτάκουσε τις «λουμπινίστικες» λέξεις,όταν ήταν ακόμα γυμνασιόπαιδο, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Τις ξανάκουσε, από εργάτες, όταν δούλευε μαζί τους στη Θεσσαλονίκη, τη δεκαετία του ’40. Και τις εμπέδωσε στο μεγάλο πάρκο της πόλης, όπου είχε διοριστεί φύλακας (1946-49) και σύχναζαν «σαλταδόροι, πουτάνες, νταβατζήδες, κλεφτρόνια, χασίκλες και παπατζήδες». Στο ομώνυμο βιβλίο του, ο λαογράφος αναφέρει ότι τα καλιαρντά ήταν στην πραγματικότητα ένα αμυντικό τείχος. Οι ομοφυλόφιλοι των κατώτερων κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων στα χρόνια του μεσοπολέμου αντιμετώπιζαν πιέσεις από ένα εχθρικό κοινωνικό περιβάλλον. Έτσι, έπρεπε να βρουν έναν κώδικα που θα τους επέτρεπε να μιλούν μεταξύ τους χωρίς να καταλαβαίνουν οι άλλοι. Αυτή λοιπόν η γλώσσα του δρόμου τούς θωράκιζε ενάντια σε κάθε επιβουλή του περιβάλλοντος, πολλώ δε μάλλον του εκάστοτε καθεστώτος. Στη δικτατορία π.χ., τον χουντικό τον αποκαλούσαν 'μπισκοτότεκνο’ (μπισκότα Παπαδοπούλου – Γεώργιος Παπαδόπουλος + τεκνό).
Ο Αλέκος Σακελάριος, σε χρονογράφημά του (εφημ. «Ελεύθερος Κόσμος», 1972), αποσιωπώντας το βιβλίο του Πετρόπουλου, υποστηρίζει ότι τα καλιαρντά τα δανείστηκαν οι ομοφυλόφιλοι από τους τσιγγάνους. Κατά το συγγραφέα, πρόκειται για παραφθορά μιας ινδικής διαλέκτου που έφεραν μαζί τους οι τσιγγάνοι από τη μακρινή πατρίδα τους.
Τα καλιαρντά πέρασαν στον υπόκοσμο, αναπτύχθηκαν παράλληλα με τις μεγάλες ελληνικές πόλεις και απέκτησαν ελληνικές καταλήξεις, με επιρροές και από την τουρκική, αγγλική, ιταλική και γαλλική γλώσσα. Ο Πετρόπουλος είχε ήδη εντοπίσει κάποιες λέξεις (bal, boro, mutzi) που ενδεχομένως σχετίζονται με τα καλιαρντά. Επίσης αναφέρει τους στίχους ενός ποιήματος του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (ζινόντας τ’ απονίδονο λαβίνι/ κι απονιβόντας ερομιδαλιό/ σινέρωσα το δέρο του χαβίνι κον’ άλικο δομένικο λαρό) για τους οποίους εικάζει ότι μπορεί να είναι είτε ντούρα καλιαρντά, είτε κορακίστικα, είτε, τέλος, μια προσωπική γλωσσοπλασία. Στο βιβλίο του υποστηρίζει ότι ακόμη και ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, που συνέταξε τη Νεοελληνική Γραμματική, γνώριζε την ύπαρξη των καλιαρντών – πλην όμως ούτε αυτός ούτε οι διάδοχοί του ασχολήθηκαν μ’ αυτά.

Δεκαετία του ’70. Θέατρο «Ριάλτο», Χρήστος Βαλαβανίδης – Κωνσταντίνος Τζούμας στη σκηνή, υποδύονται δυο κόρες (επιθεώρηση «Στο κεφάλι μου μια γάτα»):
Εμάντες η Παγόνα,
Παγόνα η μπαροτάτη,
βασίλισσα γοργόνα,
χούντα δεσποινοτάτη.
Τα καλιαρντά κατάφεραν να ανεβούν στη σκηνή, δεν πέρασαν όμως και στη δισκογραφία. Το χαριτωμένο τραγουδάκι κόπηκε από το ψαλίδι του λογοκριτή. Λίγα χρόνια αργότερα, η διάλεκτος θα περάσει και στην αυτοβιογραφία της γνωστής τραβεστί Μπέτυ, με νέες λέξεις (τζόβενο, σεμνοκαυλωμένη, φτωχοαγαπητικός, λωλέτζω), «ένα γλωσσικό κράμα κοινής λαϊκής γλώσσας, αργκό, κουλτουριάρικων και καλιαρντών», κατά τον Πετρόπουλο.
«Ξεκίνησαν σαν παρεΐστικο γλωσσικό ιδίωμα. Αυτό ίσχυε μέχρι τη δεκαετία του ’70, λόγω του κλίματος της εποχής εκείνης» υποστηρίζει ο θεατρικός συγγραφέας, Άγγελος Πυριόχος. «Σήμερα έχουν μπει στο λεξιλόγιό μας. Το 95% των Ελλήνων γνωρίζει τις λέξεις τζους, ντικ, μουσαντά. Παραθέριζα πέρυσι στα Κουφονήσια και άκουσα στην παραλία δυο κυρίες να λένε μεταξύ τους: «ντικ (κοίτα) το κύμα!» Πρόσφατα, στο σουπερμάρκετ άκουσα μία 50άρα να αναφωνεί «μα, τι κουλό είναι αυτό που βλέπω». Υπάρχουν καμιά δεκαριά λέξεις που πάνε κι έρχονται στο λεξιλόγιο όλων. Από την άλλη, το 80% των σίριαλ χρησιμοποιούν καλιαρντά. Κι εγώ όταν είχα στήλη στο «Τηλέραμα», χρησιμοποιούσα τη λέξη «τζους». Στο θέατρο σπάνια οι συγγραφείς χρησιμοποιούν καλιαρντά κι αυτό μόνο στην επιθεώρηση. Αρκετοί ηθοποιοί ωστόσο, αυτοσχεδιάζοντας, μπορεί να πετάξουν κάποια λέξη. Ως συγγραφέα με προβληματίζει η χρήση τους. Για παράδειγμα, πέρυσι, στην επιθεώρηση «Τα θέλει ο… Καλατράβας μας» σκεφτόμασταν αν έπρεπε να βάλουμε τη λέξη «μουνί». Η Βάσια Τριφύλλη μας έβγαλε από τη δύσκολη θέση, αντικαθιστώντας τη με το «μουτζό»!".
Ο ηθοποιός και σεναριογράφος Πάνος Χατζηκουτσέλης θεωρεί ότι «τα καλιαρντά δεν είναι πια συνθηματική, κρυφή γλώσσα, ειδικά από τη στιγμή που ο χαρακτήρας του gay, χάρη στους «Απαράδεκτους», μπήκε στα σπίτια όλων όχι ως γραφικός αλλά ως έξυπνο παιδί της διπλανής πόρτας. Στα σίριαλ η χρήση τους γίνεται στα τυφλά, οι περισσότεροι σεναριογράφοι χρησιμοποιούν τις λέξεις επειδή είναι του συρμού. Όσον αφορά την επιθεώρηση, η γλώσσα της ήταν ανέκαθεν ελεύθερη και γι’ αυτό είχε κατηγορηθεί ως ελευθεριάζουσα. Είχαμε π.χ. στη δεκαετία του ’30 νούμερα με μάγκες, που χρησιμοποιούσαν και μερικά καλιαρντά. Άλλωστε, οι ομοφυλόφιλοι ήταν ένα από τα πρόσωπα που σατίριζε η επιθεώρηση».

Κλείνω το τηλέφωνο και βγαίνω στο δρόμο. Είναι όντως παρωχημένα τα καλιαρντά; Στη στάση του λεωφορείου: μια κοπέλα, γύρω στα 30, εκπαιδευτικός. «Ναι, τις χρησιμοποιώ αυτές τις λέξεις, αν και δεν γνωρίζω την ακριβή σημασία τους. Τις ακούω κι από τα παιδιά. Δεν πιστεύω ότι κάνουν κακό (σ.σ: στα παιδιά), απλώς είναι του συρμού. Μ’ αρέσουν». Μπαίνω στο μετρό. Δίπλα μου, ένας νεαρός και μια κοπέλα. Χρησιμοποιούν καλιαρντά, αλλά δεν ξέρουν την προέλευσή τους. Περνάω από το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς μου για τσιγάρα. Η ιδιοκτήτριά του ακούει τα παιδιά να λένε «κουλό» και «λούγκρα», και δείχνει εξοικειωμένη με τα καλιαρντά. Δεν γνωρίζω βέβαια ποια θα ήταν η αντίδρασή της αν άκουγε τις κατάρες που συνήθιζαν παλιότερα να ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι γνώστες των καλιαρντών:
- που να αβέλει με σικ το πούλμαν της χαράς και να σε τζάσει στο ρουνάδικο για ρεβί, ξεκολιάρα! (η βόλτα για τεκνά να καταλήξει στο αστυνομικό τμήμα)
- που να ζητάς ψωλή και να μη βρίσκεις ούτε δάχτυλο!
- να αβέλεις πιασμαντό σε σερμελιά και μουτζό να γίνεται! (αυτό κι αν είναι κατάρα)
Μπορεί να άνοιγε διάπλατα τα μάτια της. Μπορεί απλώς να χαμογελούσε συγκαταβατικά. Άλλωστε, τόσα και τόσα στοιχεία έχει δεχθεί στην καμπούρα της η ελληνική γλώσσα. Τα καλιαρντά θα την πείραζαν;
«Καλιαρντά»: Ένα βιβλίο και μία πολιτική δίκη
Ο λαογράφος Ηλίας Πετρόπουλος ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε με τα καλιαρντά. Στο ερμηνευτικό-ετυμολογικό λεξικό του, «Καλιαρντά», (πρώτη έκδοση 1971, ανατύπωση 1993 από τις εκδόσεις Νεφέλη) κατέγραψε πάνω από 3.000 λέξεις.
Τη μέρα που κυκλοφόρησε το βιβλίο, είχε αποφασιστεί και η δίωξη του συγγραφέα. Η δίκη έγινε δυο μήνες μετά, στις 8 Μαΐου. Οι κατηγορίες ήταν: περιύβρισις δημοσίας αρχής και του βασιλικού εμβλήματος, κακόβουλος περιύβρισις της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας και κυκλοφορία ασέμνων. Μάρτυρες κατηγορίας... τρεις, ένας αστυνομικός και δυο καθηγητές. Μάρτυρες υπεράσπισης μία ολόκληρη στρατιά διανοουμένων και καλλιτεχνών, από τον κριτικό Γιάννη Μπακογιαννόπουλο μέχρι το συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο. Ωστόσο, ο πρόεδρος επέβαλε εφέσιμη ποινή και για να απαλλάξει τη χούντα από το όνειδος μίας καταφανώς πολιτικής δίκης, καταδίκασε τον Πετρόπουλο μόνο ως... πορνογράφο. Αποφυλακίστηκε, λόγω ανήκεστου βλάβης, μερικούς μήνες αργότερα.
Γλωσσάρι
Η φράση στην εισαγωγή σημαίνει θέλω το πέος του λαϊκού τραγουδιστή. Με τη ευκαιρία, για να πλουτίσετε το λεξιλόγιό σας, παραθέτουμε ενδεικτικά μερικές καλιαρντολέξεις.
αβέλω
|
θέλω, δίνω, επιθυμώ.
|
αβέλω μπιεσμάν
|
βάζω χέρι σε κάποιον.
|
αποκατέ
|
από εκεί
|
γαργαρότεκνο
|
ναύτης
|
επιτάφιος
|
gay συνοδευόμενος από καλοντυμένα τεκνά
|
δικέλω
|
βλέπω
|
ιμάντες
|
εμείς. Άκλιτη αντωνυμία. Ενικός: εμάντες
|
κατσικές
|
αριστερός. Αντίθετο: προβατές = δεξιός
|
κουραβέλτα
|
συνουσία. Συνώνυμα: κουραβελτόσημο
|
λατσός
|
ωραίος
|
λατσολίθαρο
|
διαμάντι
|
με-σικ
|
με ευγένεια, κομψά. Προφέρεται σαν μία λέξη
|
μπαροτάτη
|
πολύ χοντρή
|
μπενάβω
|
ομιλώ.
|
μπενάβω ανθυγιεινά
|
κακολογώ
|
μπερντές
|
χρήματα. Συνώνυμο: ντουλά
|
νάκα
|
όχι, δεν
|
νταλκαρέτεκνο
|
μόνιμος εραστής
|
πομπίνο-φραπέ
|
αιδοιολειχία (από το γαλλικό pon-pon και το frapper)
|
ροσολιμαντέ
|
γλύψιμο (από το ροσόλω), άκλιτο.
|
σερμέλα
|
πέος. Συνώνυμα: φακιροπίπιζα, τουτού.
|
υψομετρού
|
επαρχιώτης gay. Συνώνυμα: βλαχοντάνα,γιδοτεκνοσυντήρητη
|
φλοκάρω
|
εκσπερματώνω
|
φλόκια ρομανόφ
|
ρώσικη σαλάτα
|
ψαμοσκελού
|
καυλιάρα (από το ψαμός = ξαναμένος + σκέλη)
10percent.gr |
Καλιαρντά Παραδείγματα
- Αβέλω - θέλω, δίνω, επιθυμώ
- Άβελε αποκατέ - έλα εδώ
- Αβέλω αχαλιά - κάνω δίαιτα
- Αβέλω κοντροσόλ - φιλώ
- Αβέλω νάψες - μιλώ
- Αβέλω ροντοσόλ - φιλώ
- Αβέλω τούφες - πλαγιάζω, κοιμάμαι
- Αβέλω μπιεσμάν - βάζω χέρι σε κάποιον
- Αβέλει το μουτζό της - Είναι αδιάθετη (μέρες του κύκλου)
- Αποκατέ - από εκεί
- Ατζινάβωτος - απονήρευτος
- Βακουλή - εκλησία
- Βουέλω τζα - φεύγω, διώχνω
- Βουτρά - βυζιά
- γαργαρότεκνο - ναύτης
- Γκουνιότα - λεσβία
- Γκούρμπαντος - γοητευτικός άντρας
- Γουγούμης - σκύλος
- Δικέλω - βλέπω
- Επιτάφος - gay συνοδευόμενος από καλοντυμένα τεκνά
- Ηράκλω - γυναικάρα
- Θεά - εύγευστη τροφή
- Θεόλατσος - ωραιότατος
- Θεοκάλιαντος - ασχημότατος
- Ισάντες - Εσείς
- Ιμάντες - εμείς. (Άκλιτη αντωνυμία. Ενικός: εμάντες)
- Καγκελοκερικεντέ - αναπτήρας
- Κάδροω - άσχημη
- Καλιαρντός - άσχημος, κακός
- Καπί - κουτάλι
- Καραμουτζού - πόρνη
- Καλιάρντω - πολύ άσχημη
- Κατσικές - αριστερός. (Αντίθετο: προβατές = δεξιός)
- Κέντα - φωτιά
- Κουελοσφαλάω - ξαπλώνω, πλαγιάζω, κοιμάμαι
- Κουλό - σικάτο
- Κοντροσολάρω - φιλώ
- Κουραβάλω - συνουσιάζομαι ενεργητικά. (Συνώνυμα: κουραβελτόσημο)
- Κουραβέλτα - συνουσία
- Λάγκα - νερό
- Λατσαβέλω - καλωσορίζω
- Λατσός - ωραίος καλός
- Λατσολίθαρο - διαμάντι
- Λούγκρα - πολύ κακία
- Λούμπα - ομοφυλόφιλος
- Λυσσαγμάν - σκύλος
- Μαντάμ γκου - Λέσβια
- Μη μπενά - μη μιλάς
- Μολ - νερό υγρό
- Μουσαντό - ψέμα
- Μούτζα - γυναίκα
- Μουτζό - αιδοίο
- Μπαρό - αρρώστια
- Μπάρα - μεγάλο πέος
- Μπαροτάτη - πολύ χοντρή
- Μπενάβω - μιλώ
- Μπενάβω ανθυγιεινά - κακολογώ
- Μπερντές - χρήματα. (Συνώνυμο: ντουλά)
- Μπουάβω - μιλώ
- Με-σικ - με ευγένεια, κομψά. (Προφέρεται σαν μία λέξη)
- Νάκα - όχι, δεν
- Νισετέ - ρούχο ένδυμα
- Νταλκαρέτεκνο - μόνιμος εραστής
- Ντέζι - πόθος, επιθυμία
- Ντίκος - να, ιδού, κοίτα
- Ντουλά - Το χρήμα, τα λεφτά
- Ντουπ - δαρμός, ξυλοφόρτωμα
- Κουλό - παράξενο, περίεργο
- Πισέλω - ξαπλώνω πλαγιάζω κοιμάμαι
- Πούλη - πρωκτός
- Πομπίνο-φραπέ - αιδοιολειχία (από το γαλλικό pon-pon και το frapper)
- Προβατές = δεξιός
- Ροσολιμαντέ - γλύψιμο (από το ροσόλω), άκλιτο
- Σαρμέλλα - πέος
- Σερμέλα - πέος. (Συνώνυμα: φακιροπίπιζα, τουτού)
- Σιβιτζιλού - λεσβία
- Σιβίτζω - λεσβία
- Σιδεροπυρούω - αναπτήρας
- Σολντά - στρατιώτης
- Σουκρο - ζάχαρη γλυκό
- Σουσέλ - πεολειχία
- Τανάκα - χωρίς, άνευ, μη!
- Τζασλός - τρελός, παλαβός
- Τζάσε - φύγε
- Τζάζω - διώχνω, φεύγω, πετώ
- Τζάω - καταλαβαίνω πονηρεύομαι
- Τζιβιτζιλού - λεσβία
- Τζινάβω - φύγε
- Τζους - χωρίς, άνευ
- Τζουσ - πλύσιμο
- Τζούσ-λέσι - αυτοκίνητο
- Τζούς καλιαρντό γκουγκού - φύγε κακό φάντασμα !
- Τουρκόζουμο - καφές
- Τιντέλης - φαγητά
- Τρόκι - σκύλος
- Τσόλι - αρσενική πόρνη
- Υψομετρού - επαρχιώτης gay. (Συνώνυμα: βλαχοντάνα, γιδοτεκνοσυντήρητη)
- Φακιροπίπιζα - πέος
- Φίφα - μικρό πέος
- Φλοκάρω - εκσπερματώνω
- Φλόκια ρομανόφ - ρώσικη σαλάτα
- Χαλέματα - τρώω
- Χαλώ - φωτιά
- Χορχόρα - φωτιά
- Χορχοροτεκνό - πυροσβέστης
- Ψαμοσκελού - καυλιάρα (από το ψαμός = ξαναμένος + σκέλη)
- Τζούς καλιαρντό γκουγκού - φύγε κακό φάντασμα ! ΝΙΑ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)